- προσφέρω
- προσφέρω και προσφέρνω πρόσφερα, προσφέρθηκα1. δίνω κάτι ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω: Στο σταθμό μάς πρόσφεραν λουλούδια.2. προτείνω, βγάζω κάτι για πούλημα: Προσφέρονται είδη ρουχισμού σε χαμηλές τιμές.3. το μέσ., προσφέρομαι είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι, είμαι στη διάθεση κάποιου να εξυπηρετήσω, να βοηθήσω: Προσφέρθηκε να μας φιλοξενήσει στο σπίτι του.4. ο τύπος προσφέρνω έχει τις παραπάνω σημασίες κι ακόμα σημαίνει προσομοιάζω, παρομοιάζω κάποιον με άλλον: Σε προσφέρνω με κάποιο γνωστό μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.